- ὑπόρνῦμι
- ὑπ-όρνῦμι: only aor. 2, τοῖον ὑπώρορε Μοῦσα, in so moving strains did the Muse begin, Od. 24.62†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπόρνυμι — Α διεγείρω, υποκινώ λίγο ή κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὄρνυμι «διεγείρω, εξεγείρω»] … Dictionary of Greek
ὑπόρωρεν — ὑπόρνυμι rouse secretly perf ind act 3rd sg ὑπόρνυμι rouse secretly plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώρορε — ὑπόρνυμι rouse secretly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)